- θεωροσύνη
- θεωροσύνη, ἡ (Α)η θεωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός. Μτγν. παράλλ. τ. τού θεωρία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεωροσύνην — θεωροσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… … Dictionary of Greek